Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

Οι λέξεις μου συνεχίζονται......

Σήμερα με ξύπνησε ένα όνειρο αλλόκοτο. Είχε ένα περίεργο όνομα και κρατούσε και ένα λουλούδι από κάκτο. Προσπάθησα να ξανακοιμηθώ. Σύντομα με ξαναβρήκε σε εκείνο το ξέφωτο με τις παπαρούνες, και άρχισε να με διώχνει από τον κόσμο του. Αναγκάστηκα να γυρίσω. Με μάτια πρησμένα από το ταξίδι προσπάθησα να δω το νέο φως. Πόσο πονάει το νέο. Μου θυμίζει νιότη που δεν πρόλαβε να εκδηλώσει τα θέλω της. Στην συνέχεια άρχισα σιγά-σιγά να μένω σταθερός σε αυτό τον κόσμο.
Φόρεσα ένα υπέροχο τραγούδι και βγήκα στους δρόμους που διψούσαν για ήλιο. Περπάτησα για ώρες. Είναι ωραίο να περπατάς και να βλέπεις τους ανθρώπους. Είναι ωραίο να περπατάς και δίπλα σου να στέκει η νιότη. Σε κάποιο στενό ξεπρόβαλε το σπίτι της με τον υπέροχο κήπο με τις λευκές τριανταφυλλιές. Έριξα μια κλεφτή ματιά και συνέχισα. Πρόλαβα να τη δω να χορεύει με δύο πεταλούδες. Πρόλαβα να τη δω να χαμογελά έξω από τον κόσμο μου.
Ο δρόμος με έβγαλε στα πόδια της νόνας βελανιδιάς. Κάθισα και έκλαψα. Αυτό κάνω από τον 15ο Απρίλη μου. Εκείνη με άκουσε. Όπως κάθε φορά άλλωστε. Σκούπισε τα δάκρυα μου με τα φύλλα της και μου έψαλε για τις χαρές που έρχονται. "Ο θάνατος δεν ξεχνιέται" ψιθύρισα. Μιλώ σαν να είμαι ένας από δω. Κάθε φορά που αφήνω το κρύο να με τυλίξει. Κάθε φορά που προσεύχομαι σε κάτι που ίσως να αγνοώ.
Ξαφνικά πέταξα ψηλά και γύρισα πίσω. Σε μια νιότη που δεν θα τελειώσει ποτέ. Τόσο τραγικό....ακόμη θυμάμαι τη μάνα μου να κλαίει όταν το έμαθε. Ναι, μάνα θα μείνω πάντα νέος, γιατί στεναχωριέσαι; Κάθε που χαράζει έρχομαι και σου χαϊδεύω τα μαλλιά και σου αφήνω λουλούδια στα πόδια. Κοιτάζω το πρόσωπό σου που γερνά ενώ εγώ μένω ίδιος. Δεν υπάρχει λόγος να κλαις. Ο πατέρας κατάλαβε από την αρχή.
Τα λόγια που μεταφράζω από την καθαρή σκέψη αλλοιώνονται σαν όλους εσάς. Τέρμα πια τα δάκρυα. Θα χαμογελώ σαν εκείνο το πρωινό, σαν εκείνο το απόγευμα. Τώρα πια θα έρχεται τα απογεύματα η Λήθη να μου δείχνει τα παιχνίδια της. Θα περνάμε ώρες ατέλειωτες παίζοντας και γελώντας. Αλλά πάντα θα κάνω βόλτες. Βόλτες έξω από τον κήπο με τα λευκά τριαντάφυλλα, από τη νόνα μου και από την χαρούμενη τώρα πια μάνα.

3 σχόλια:

Maria είπε...

Δεν αντέχεται. Πονάει.. όταν μένεις στη σιωπή, και φοβάσαι να μιλήσεις, να μην πιέσεις τον άλλον, γιατί τον αγαπάς σχεδόν, δεν θες να θυμώσει..
Αλλά μια απάντηση, έστω και αρνητική, αλλά να ακούσεις τη φωνή του άλλου..

Μαρια Νικολαου είπε...

Ομορφη γραφή..
Εγω θα το δω έτσι λόγω της νιότης..
Πραγματικά πολύ ομορφη

Mikros Boudas είπε...

ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια μαρία νικολάου